Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Η επεξήγηση της μυθολογίας για τους Θεούς.



Η μυθολογία μας είναι συμβολική καθώς αναφέρεται στους Θεούς οι οποίοι είναι άυλοι.

Κάθε Έλληνας στο θρήσκευμα οφείλει να γνωρίζει ότι η μυθολογία αποτελεί ένα πολύ υψηλό συμβολισμό  
των κοσμικών διεργασιών. Είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς να αναζητήσει μια 
εύκολη εξήγηση για τον κάθε μύθο. Η ανθρώπινη λογική, δεν είναι ικανή να συλλάβει τους υψηλούς συμβολισμούς της μυθολογίας. Οι υποθέσεις που κάνουν πολλοί κατά καιρούς για την σημασία των μύθων είναι στις περισσότερες περιπτώσεις άκυρες. H ολοζώντανη παραστατικότητα που παρουσιάζει η μυθολογία, δεν είναι γεγονότα που συνέβησαν μπροστά στα μάτια των ανθρώπων, αλλά αφηγήσεις χωρίς ιστορικό αντίκρυσμα, καθαρά μυητικές, που στόχο έχουν να καταγράψουν αλληγορικά συμπαντικές αλήθειες. Οι Θεοί, πράγματι δρουν και έχουν συμμετοχή και μερίδιο σε κάθε κύκλο της ζωής, αλλά στην μυθολογία, αυτές οι δράσεις είναι καταγραμμένες αλληγορικά. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι Θεοί έχουν ορατή παρουσία στον κόσμο μόνο στις Επιφάνειές τους, όπου γίνονται αντιληπτοί από τους ανθρώπους. Όμως, η μυθολογία, δεν αναφέρεται ποτέ σε μια Επιφάνεια που συνέβη σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή και σε συγκεκριμένο τόπο (σε ιστορικό χρόνο και τόπο), δηλαδή σε μια πραγματική εμφάνιση των Θεών μπροστά στους ανθρώπους, αλλά είναι πάντοτε μια εικονοπλασία συμβολική-αλληγορική που καταγράφει συμπαντικές αλήθειες, και που απλώς αποδίδει αλληγορικά μια συμπαντική αλήθεια κάθε φορά.

 
Η μυθολογία, αναφέρεται σε άυλες οντότητες: στους Θεούς.

Οι Θεοί στην Ελληνική παράδοση, είναι ατομικότητες, οντότητες, αόρατες και άυλες, και ως τέτοιοι δρουν στα εγκόσμια. Γι’ αυτό, στην Μυθολογία, όταν λέμε ότι ο Ζευς ερωτεύθηκε μια θεά και έκανε ένα παιδί (θεό) μαζί της, δεν εννοούμε φυσικά έρωτα σωμάτων, ούτε το παιδί (θεός) είναι υλικό, δεν έχει σώμα (έτσι συμβολοποιείται η γέννηση νέων κόσμων, νέων συμπαντικών δεδομένων, νέων οντοτήτων, νέων θεών). Όταν λέμε τιτανομαχία, δεν εννοούμε σωματικό πόλεμο, αλλά αναδιανομή συμπαντικών ενεργειών και δυνάμεων των θεών. Οι Θεοί, όμως, κάποτε επιθυμούν να εμφανιστούν ενώπιον των ανθρώπων με υλική μορφή, ή να γίνουν αντιληπτοί απ’αυτούς (Επιφάνεια των Θεών). Τότε, κάποιες φορές, επιδιώκουν να εμφανιστούν στους λατρευτές με αναγνωρίσημη σ’αυτούς μορφή (τέτοια, ώστε να αντιληφθούν οι λατρευτές ποιος ακριβώς Θεός είναι).  Οι ίδιοι οι Θεοί επιλέγουν να εμφανίζονται μέσα από μια συγκεκριμένη, ή παρόμοια ανθρώπινη τυπολογία. Γι’αυτό τον λόγο, υπάρχει πάνω-κάτω μια συγκεκριμένη μορφολογική τυπολογία για τον κάθε Θεό, την οποία μιμούνται οι εικαστικές τέχνες (αγαλματοποιοία, κλπ.). Οι Θεοί, λοιπόν, εμφανίζονται σε εμάς και ανθρωπόμορφοι, με διακριτή μορφολογία, ώστε να τους αναγνωρίζουμε εμείς οι άνθρωποι, να τους διακρίνουμε στην σκέψη μας, και να τους αισθανόμαστε οικείους. Και, κυρίως, γιατί οι Θεοί επιδιώκουν έτσι να προσαρμοστούν, να πλησιάσουν στο ανθρώπινο επίπεδο.
Η «κανονική» και μόνιμη κατάσταση των Θεών είναι η άυλη και αόρατη υπόστασή τους. Είναι άυλοι και διυλικοί (διαπερνούν την ύλη καθ’όλο το μήκος του σύμπαντος). Στην Επιφάνειά τους, όμως, λαμβάνουν διάφορες υλικές μορφές: ανθρωπόμορφες, ζωόμορφες, φυτικές μορφές, ως σύννεφο, βροχή, ως λάμψη, ως θερμότητα, κλπ. Είναι ο λεγόμενος Μεταμορφισμός (Μεταμόρφωση) των Θεών, δηλαδή η προσαρμογή του Θεού στα δεδομένα του περιβάλλοντος κατά την εγκόσμια επιφάνειά του. Να σημειώσουμε, επίσης, ότι οι επιφάνειες των Θεών, δεν γίνονται με την όραση κατ’ανάγκη, αλλά και με άλλες αισθήσεις, ακοή, κλπ., και γενικά με αυτό που λέμε αίσθηση-αντίληψη-εποπτεία. Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς λέει: «Όσον δι’εμέ, είμαι μαθητής του Πυθαγόρου εκ Σάμου. Με εδίδαξε να σέβομαι τους Θεούς, να διαισθάνομαι την Παρουσία των, είτε είναι ορατοί είτε αόρατοι. Να συνδιαλέγομαι συχνά μετ’αυτών». (Φιλόστρατος, β,Ι κεφ.XXXII). Το Χαλδαϊκό λόγιο (Kroll 56) λέει: «Ταύτα και των Θεών ειπόντων προς τους θεουργούς, ασωμάτων γαρ, φασί, ημών είνεκα ενδέδυται: «Σώματα τοις αυτόπτοις φάσμασιν υμών είνεκεν ενδέδεται».
Αυτά είπον οι Θεοί προς τους ιερουργούς, είπον ότι είναι ασώματοι αλλά χάριν ημών ενδύονται:
« Χάριν υμών των αυτοπτών ενδυόμεθα φασματικά σώματα».


Για τον άυλο χαρακτήρα των Θεών, παραθέτουμε μερικά κείμενα: 

 «Χρέος έχουμε να θεωρούμε το θεό σαν πνεύμα πανίσχυρο, αθάνατο και τέλειο. Γιατί, αν και είναι αόρατος για τα μάτια των ανθρώπων, όμως φανερώνεται με τα έργα του» Αριστοτέλης. 
Επίσης, ο Αριστοτέλης λέει: «Ο θεός είναι ασώματος».

«Ο θεός όπως και η ψυχή είναι ασώματος». Πλάτων. Επίσης, ο Πλάτων λέει: (Παρμενίδης,142a) «Ουδ’ ονομάζεται άρα ουδέ λέγεται ουδέ δοξάζεται ουδέ γιγνώσκεται, ουδέ τι των όντων, αυτού αισθάνεται» . (Το Όν) Ούτε ονομάζεται, ούτε λέγεται, ούτε κρίνεται, ούτε γίνεται γνωστό, ούτε κάποιο από τα όντα το αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις. (Δεν μπορεί κανείς να δει το Όν γιατί είναι αόρατο, δεν μπορεί να αγγίξει το Όν γιατί είναι άυλο, και γενικά δεν μπορεί να προσεγγίσει κανείς το Όν με καμμία αίσθηση).

Ο Επίκουρος λέει ότι οι θεοί είναι « λόγω θεωρητοί» (Κύριαι Δόξαι, I). (γίνονται αντιληπτοί όχι με τα μάτια καθώς είναι άυλοι και αόρατοι, αλλά με την σκέψη). «Είς Θεός εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος, ούτι δέμας θνητοίσιν ομοίος ουδέ νόημα» Ξενοφάνης. Ένας θεός (υπάρχει) ο μέγιστος ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, ο οποίος δεν μοιάζει με τους ανθρώπους ούτε στο σώμα, ούτε στο πνεύμα. «Ουδέ γάρ ανδρομέη κεφαλή κατά γυία κέκασται, ου μέν από νώτοιο δύο κλάδοι αίσσονται, ου πόδες, ου θοά γούν, ου μήδεα λαχνήεντα, αλλά φρήν ιερή και αθέσφατος έπλετο μούνον φροντίσι κόσμον άπαντα καταίσσουσα θοήσιν» Εμπεδοκλής (Περί Φύσεως) (Απ.134,Αμμώνιος, Περί Ερμηνίας 249,6). Γιατί (ο Θεός) δεν έχει κεφάλι ανθρώπινο πάνω σε μέλη, ούτε φυτρώνουν δύο κλαδιά (= χέρια) στη ράχη του. Δεν έχει πόδια, ούτε γρήγορα γόνατα, ούτε τριχωτά γεννητικά μόρια, αλλά είναι μόνο νούς, ιερός και υπερμέγιστος, που με γοργές σκέψεις διαπερνά όλο τον κόσμο. «Ει μέν ούν είη, δεί αυτό έν είναι. Έν δ’ εόν δεί αυτό σώμα μη έχειν. Ει δε έχει πάχος, έχοι αν μόρια, και ουκέτι έν είη» Μέλισσος (Συμπλίκιος, Εις Φυσικά,87,6). 
Αν υπάρχει λοιπόν (το Όν) πρέπει να είναι ένα. Και αν είναι ένα, δεν πρέπει να έχει σώμα. 
Αν όμως έχει πάχος, θα έχει κομμάτια (μέρη), άρα δεν θα είναι πιά ένα.

«Ο ορθός Λόγος δια πάντων ερχόμενος ο αυτός ών τω Διί» Ζήνων ο Κιτιεύς (Διογ. Λαέρτ.7,88). Ο ορθός Λόγος που διέρχεται απ’τα πάντα είναι αυτός ο ίδιος ο Δίας. (Ο Δίας ταυτίζεται με τον νου 
που διέρχεται μέσα σε όλα τα πράγματα, στα πάντα. Είναι λοιπόν αόρατος).
«Ότι ούτε όλον, ούτε μέρος, ούτε αρχήν έχον, ούτε μέσην, ούτε τελευτήν. Ότι ουδέν έχει πέρας. Ότι ασχημάτιστον» Πρόκλος (Εις Παρμενίδην,6,Cousin,τ.6,σ.54-55). Ούτε όλον, ούτε μέρος, ούτε αρχή έχει, ούτε μέση, ούτε τέλος. Ούτε σχήμα έχει. (ο Θεός).

«Οι τέλειοι, αγαθοί, αθάνατοι, δίκαιοι, πάνσοφοι, αιώνιοι θεοί είναι επίσης και απρόσωποι….συνεκτικοί, άυλοι και διυλικοί», «Κάθε θεός….δεν διαχωρίζεται από την Πρώτη Αιτία ούτε από τους άλλους θεούς (όπως και οι νοήσεις δεν διαχωρίζονται από τον Νου)» Σαλλούστιος.

«Και τα αγάλματα…σύμβολα της παρουσίας των Θεών….και επειδή βεβαίως εμείς έχουμε σώμα, γι’αυτό η λατρεία προς τους Θεούς πρέπει να είναι σωματική, παρ’όλο που αυτοί είναι ασώματοι», «Και εκείνος, λοιπόν, ο οποίος αγαπά τους Θεούς, αντικρύζει με ευχαρίστηση τις εικόνες και 
τα αγάλματά τους….οι οποίοι αν και αόρατοι τον βλέπουν» Μέγας Ιουλιανός 
(Επιστολαί,89β, 293 και 295κ.εξ.).

«Σωκράτης δε πάντα μέν ηγείτο Θεούς ειδέναι, τα τε λεγόμενα και πραττόμενα και τά σιγή βουλευόμενα, πανταχού δε παρείναι..» Ξενοφών (Απομνημονεύματα). Ο Σωκράτης πάντα μεν 
πίστευε ότι οι Θεοί γνωρίζουν, και τα λεγόμενα και τα πραττόμενα και τα κρυφίως σχεδιαζόμενα, 
και ότι είναι πανταχού παρόντες..» (Οι Θεοί είναι πανταχού παρόντες καθώς είναι άυλοι και αόρατοι). Παρόμοιο κείμενο του Ξενοφώντος (Απομν.Α, IV, 18): «Ο Θεός είναι τόσο μεγάλος και τέτοια 
είναι η δύναμή του, ώστε συγχρόνως τα πάντα βλέπει, τα πάντα ακούει, παντού είναι παρών 
και συγχρόνως φροντίζει για όλα».

(Ο Δίων Χρυσόστομος, περιγράφει εδώ γιατί ενώ οι θεοί είναι αόρατοι, εμείς τους απεικονίζουμε ανθρωπόμορφους): «Γιατί το νού και τη φρόνηση αυτή καθεαυτή ούτε κάποιος γλύπτης, ούτε κάποιος ζωγράφος δύναται να την αποδώσει εικαστικά. Επειδή αόρατα είναι αυτά και ουδείς γνωρίζει τι περί αυτών. Έτσι, καταφεύγουμε στο ανθρώπινο σώμα….καθώς το θεωρούμε ως ένα αγγείο φρόνησης και λόγου και το προσάπτουμε στο θείον, ελλείψει και απουσία φανερού και εικαστικού παραδείγματος για τα ανεικονικά και αφανή. Για αυτό και χρησιμοποιούμε τη δύναμη του συμβόλου».

 Ο άυλος χαρακτήρας των θεών περιγράφεται με πάρα πολλούς τρόπους στα αρχαία Ελληνικά κείμενα. Για παράδειγμα, ο Ευριπίδης (Ελένη,560) λέει: « Ω θεοί. Θεός γάρ καί το γιγνώσκειν φίλους ». Ω θεοί, η αναγνώριση των αγαπημένων είναι θεός. (Ο θεός ταυτίζεται με μία κατάσταση, με κάτι άυλο). Επίσης, ο Ευριπίδης στην: (Ανδρομάχη, 1226-1227) λέει: «Ιώ ιώ. Τί κεκίνηται, τίνος αισθάνομαι θείου;» (μιλάει ο χορός) Ω! ω! Τι κινείται; Ποιανού αισθάνομαι θεού παρουσία; (Η παρουσία κάποιου θεού γίνεται αντιληπτή ως κίνηση, ως ροή ενέργειας).
  
Πηγή
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails